1.Εννιά Μαρτιού μια εποχή
Σαράντα των Αγίων,
τελάλης βρωντοφώναζε
κανείς να μην ελλέιψει.
«τ’ αμπέλια τ’ αρχοντκά».
νάχουν να πίνουν άρχοντες
3. Τελειώνανε με το κρασί
σειρά τα βοσκοτόπια,
σειρά τ’ αλέτρι, το υνί,
και τ’ άλογα στ’ αλώνια
κι άρχιζε να σουρπώνει
στ’ αρχοντικά εγύριζαν
να δώσουν το παρόν τους.
περνούσε ‘ενας-ένας
την αμοιβή του έπαιρνε
από μιας δούλας χέρι.
6. Μια τηγανίτα έφτανε
«πλούσια» ν’ ανταμείψει.
τον κόπο, τον ιδρώτα τους,
και το ξεθεωμά τους.
κι ο άρχοντας τον οίνον
Κόκκινον, πανάλαφρον
ιδρωτονοθευμένον.
8. Ο Μήτσος έσκαβε και χτες
προχτές και κάθε μέρα.
αλαφιασμένος σκέφτεται
για τους κατακτητές του.
9. Έξυνε το κεφάλι του
και δούλευε την τσάπα,
ρούφαγε τον ιδρώτα του,
γεμάτος απορίες
10. Τους έμπλεξε ο δυστυχής
Κι αναρωτιέται πάντα
Ποιοι τέλος πάντων είν’ αυτοί
που τον ταλαιπωρούνε
η «Ελληνοπατέρες»
ποιοι πάτησαν τον τόπο του
κι όλο το Βιλαέτι.
12. Ποιοι ρήμαζαν και πλούτιζαν
απ’ το δικό του ιδρώτα
Τούρκοι μόνο ή «Ελληνες»
η μήπως και οι δυο τους;
13. Μα κιαν ο Μήτσος πέθανε
η τηγανίτα μένει
δεν άλλαξε ο Παντελής,
έγινε Παντελάκης
14. Και ο τελάλης έμεινε
μα άλλαξε προστάτες
Μπήκε στο σπίτι καθενός
κι έγινε Μπίκ και Μπράδερ
15. Την τηγανίτα πλούσια,
με μέλι τη σερβίρει,
καλοντυμένος με παπγιόν
και μαυροφορεμένος.του Αντώνη Δρόσου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου